αναχάραξη

αναχάραξη
η (Α ἀναχάραξις)
1. η εκ νέου χάραξη, το ξαναχάραγμα
2. η χάραξη προς τα επάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναχάραξη — η η χάραξη ξανά: Λέγεται ότι θα γίνει αναχάραξη του δρόμου που θα περνούσε κι από το χωριό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”